- γηραιός
- ά , ό[ν] старый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γηραιός — aged masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραιός — ά και ή, ό (AM γηραιός, ά, όν, Α και γεραιός) γέρος, ηλικιωμένος (λέγεται και για σεβαστούς γέροντες). [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας. Ο τονισμός πιθανώς αναλογικά προς το παλαιός. Η λ. γηραιός αποτελεί παράλληλο τ. τού γεραιός, από το οποίο διαφέρει κατά… … Dictionary of Greek
γηραλέα — γηραιός aged neut nom/voc/acc pl (epic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc/acc dual (epic) γηραλέᾱ , γηραιός aged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραλέᾱ , γηραιός aged fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέον — γηραιός aged masc acc sg (epic) γηραιός aged masc acc sg γηραιός aged neut nom/voc/acc sg (epic) γηραιός aged neut nom/voc/acc sg γηραιός aged masc acc sg γηραιός aged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέαι — γηραιός aged fem nom/voc pl (epic) γηραιός aged fem nom/voc pl γηραλέᾱͅ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) γηραιός aged fem nom/voc pl γηραλέᾱͅ , γηραιός aged fem dat sg (attic doric aeolic) γηραλέᾱͅ , γηραλέος fem dat sg (attic doric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέω — γηραιός aged masc/neut nom/voc/acc dual (epic) γηραιός aged masc/neut gen sg (doric aeolic) γηραιός aged masc/neut nom/voc/acc dual γηραιός aged masc/neut gen sg (doric aeolic) γηραλέος masc/neut nom/voc/acc dual γηραλέος masc/neut gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέων — γηραιός aged fem gen pl (epic) γηραιός aged masc/neut gen pl (epic) γηραιός aged fem gen pl γηραιός aged masc/neut gen pl γηραλέος fem gen pl γηραλέος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραιά — γηραιός aged neut nom/voc/acc pl γηραιά̱ , γηραιός aged fem nom/voc/acc dual γηραιά̱ , γηραιός aged fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέαις — γηραιός aged fem dat pl (epic) γηραλέᾱͅς , γηραιός aged fem dat pl (attic) γηραιός aged fem dat pl γηραλέος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέε — γηραιός aged masc voc sg (epic) γηραιός aged masc voc sg γηραιός aged masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηραλέοι — γηραιός aged masc nom/voc pl (epic) γηραιός aged masc nom/voc pl γηραιός aged masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)